- πανάκι
- το [πανί]μικρό κομμάτι πανιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνακι — πάναξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανακίτης — πανακί̱της , πανακίτης prepared with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάρτι — το 1. συνήθ. στον πληθ., ξάρτια τα σκοινιά των καταρτιών και το σύνολο των εξαρτημάτων του καταστρώματος πλοίου: Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω και πανάκι και ξάρτι δεν έχω (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)